-
1 καπνοδοχη
-
2 καπνοδόχη
καπνοδόκηsmoke-receiver: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 καπνοδόχη
καπνο-δόχη, ἡ, Rauchfang, meist eine Öffnung im Dache des Gebäudes, durch welche der Rauch hinauszieht u. die Sonne auf den Boden scheint -
4 труба
труба 1) ο σωλήνας 2) (дымовая ) η καπνοδόχη 3) муз. η σάλπιγγα* * *1) ο σωλήνας2) ( дымовая) η καπνοδόχη3) муз. η σάλπιγγα -
5 fumarium
fūmārium, iī, n. (fumus), I) die Rauchkammer, wo das Brennholz getrocknet, der Wein durch den Rauch milder gemacht wurde, Col. 1, 6, 19 sq. Mart. 10, 36, 1. Porphyr. Hor. carm. 3, 8, 12. – II) = καπνοδοχειον (Gloss.), der Rauchfang, ein Loch in der Decke od. im Dache des Gebäudes, durch das der Rauch abzog, Vulg. Osëe 13, 3 u. bes. Hieron. in Osëe 13, 3 (wo es durch καπνοδόχη erklärt wird).
-
6 καπνο-δόκη
-
7 κάπνη
-
8 fumarium
fūmārium, iī, n. (fumus), I) die Rauchkammer, wo das Brennholz getrocknet, der Wein durch den Rauch milder gemacht wurde, Col. 1, 6, 19 sq. Mart. 10, 36, 1. Porphyr. Hor. carm. 3, 8, 12. – II) = καπνοδοχειον (Gloss.), der Rauchfang, ein Loch in der Decke od. im Dache des Gebäudes, durch das der Rauch abzog, Vulg. Osëe 13, 3 u. bes. Hieron. in Osëe 13, 3 (wo es durch καπνοδόχη erklärt wird).Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > fumarium
См. также в других словарях:
καπνοδόχη, η — και καπνοδόχος, ο, η φουγάρο: Ο καπνός βγαίνει από την καπνοδόχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνοδόχη — ἡ (Α καπνοδόχη) νεοελλ. η καπνοδόχος αρχ. η καπνοδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. ιο δόχη, κυμινο δόχη] … Dictionary of Greek
καπνοδόχη — καπνοδόκη smoke receiver fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
ξυροδόκη — και ξυροδόχη, ἡ (Α) η θήκη τού ξυραφιού, η ξυραφοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόκη / καπνοδόχη] … Dictionary of Greek
καμινάδα — η (λ. ενετ.), καπνοδόχη, φουγάρο: Τα σπίτια που έχουν τζάκι έχουν και καμινάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνοδόχος — ο, η βλ. καπνοδόχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπνοθάλαμος — ο χώρος πάνω από την εστία, στον οποίο εισρέουν τα θερμά αέρια της καύσης προτού φτάσουν στην καπνοδόχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)